Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Επιτάφιος - Επιφάνια


Επιτάφιος – Επιφάνια ή αλλιώς όταν το βαρύ πυροβολικό της ποίησης έγινε λαϊκό (με την πραγματική έννοια της λέξης) σουξέ.

Ο Μίκης (που έχουμε πολλά ράμματα για τη γούνα του) είχε το δικό του χάρισμα. Να πιάνει τον παλμό της ανάγκης ή την ανάγκη του παλμού. Στα ……. η Ελλάδα βρώμαγε μπαρούτι. Χωρισμένη σε νικητές και ηττημένους. Και ο Μίκης παίρνει το Σεφέρη. από τη μια και από την άλλη τον Ρίτσο. Και τους βάζει να παίξουν μπάλα στο ίδιο γήπεδο. Δεν τους συγκρίνει αντιπαραθετικά, τους αναμοχλεύει. (Πλάκα – πλάκα τώρα, που το ξανασκέφτομαι από τότε ο Μίκης ήταν με την εθνική συνεννόηση…)

Και εγένετο το ένα και αυτό έργο «Επιτάφιος – Επιφάνια».

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες. Μέρα Μαγιού σε χάνω» από την κοφτή δωρική φωνή του Μπιθικώτση, που επί της ουσίας συμπληρώνει «Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα
,» Ε δεν είναι σαν ένα ποίημα; Κι άμα ακόμα και σήμερα δεν ξέρεις μπορείς να ξεχωρίσεις το Ρίτσο από το Σεφέρη; Όχι, αλλά θες δεν θες ριγάς.

Ειρήσθω εν παρόδω ο ίδιος ο Μπιθικώτσης έχει πει σε συνέντευξή του για το άγχος και το φόβο του για το αν θα καταφέρει να αποδώσει τους στίχους «Ρε σεις θα γίνουμε ρεζίλι, δεν καταλαβαίνω τι λένε» είπε μόρτικα ο Sir. Aλλά αν δεν τα είχε τραγουδήσει ο Sir θα ήταν άλλα.

Και ταυτόχρονα η κατά τ’ άλλα χαμογελαστή και δροσερή Λίντα ψιθυρίζει «βασίλεψες αστέρι μου» και σωριάζεσαι.

O Θεοδωράκης επιστρέφει στα λαϊκή μουσική με τον πιο θεαματικό τρόπο. Με ποίηση, όχι στίχο. Βάζει στην γλώσσα του σιγοτραγουδώντας λέξεις ιδιαίτερου ειδικού βάρους. Και αυτό είναι σπουδαία δουλειά. Επειδή με το Μίκη δίκαιοι είμαστε αναγνωρίζουμε, ότι παρακολουθεί την αντίληψη για την αξία της αυτομόρφωσης των λαϊκών στρωμάτων. Ο Μπιθικώτσης και η Λίντα είναι παντού. Στο πλυσταριό και στο γιαπί… Και ο δίσκος ακούγεται σ’ ένα υπόγειο φοιτητικό σπίτι στην Καλούτσιανη στα Γιάννενα από έναν Σπύρο, σε μια αυλή στα Καμάρια της Εύβοιας από μια Ντέμυ. Λιώνει στα ρεφενέ πικάπ. Βέβαια πέρασε και την εποχή του γύψου αποκτώντας μια άλλη διάσταση, παράνομοι όλοι… Κι ύστερα ήρθαν τα αμπέχωνα, τα μούσια (δυστυχώς και τα ζιβάγκο) και μια ολόκληρη γενιά τα τραγουδάει φωναχτά σε ταβέρνες, σε στάδια, σε φεστιβάλ. Και κουβαλάει μωρά σε καρότσια, που για νανούρισμα θυμούνται το «άνθη της πέτρας». Και ξαναλιώνει ο δίσκος στα πικάπ, αφού μεγαλώνει μια άλλη γενιά μαθαίνοντάς την το Ρίτσο και το Σεφέρη.

Το έργο παύει να ανήκει στους δημιουργούς του (και τους καπηλευτές του), διαχέεται, αποκτά μια δική του αυτόνομη κι αέναη πορεία στον χρόνο (κατακλέβοντας τον Βάνεγκεμ). Αλλά εννοιοδοτεί και σηματοδοτεί μια μέρα σαν και σήμερα 11 του Μάη 2011, που πάλι τη νιώθεις σαν μια μέρα Μαγιού του 36. Που πάλι στο δρόμο θα βρεθούμε διεκδικώντας τη ζωή μας. Κι εκεί απ’ τα μεγάφωνα ακούγεται το σάουντρακ μια ολόκληρης ζωής με σκρατς. Αγώνες κι αγωνίες, που φωνάζει μέσα μας κι εντός μας, πως «Κράτησα τη ζωή μου/ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα,/κάτω απ' το πλάγιασμα της βροχής/σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες

με τα φύλλα της οξιάς/καμιά φωτιά/στην κορυφή τους βραδιάζει» σφίγγοντας δόντια και γροθιές. Εκεί στο ίδιο σημείο θα μας θυμίσει, πως «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές/υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη/υπάρχει μια έκσταση,/όλα σκληρά σαν τα κοχύλια/μπορείς να τα κρατήσεις/μες στη παλάμη σου./Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια/και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες».Και θα χαμογελάσουμε, γιατί εμείς είμαστε οι πιο πολλοί, και οι δυνατοί, όταν συναντιόμαστε και γνωριζόμαστε και αποφασίζουμε, ότι εμείς αποφασίζουμε.

Μετά από αυτό το θαυμάσιο κείμενο της Μαρίας Μπαλάφα που έντυσε τόσο όμορφα την ανάρτηση, να πούμε κάποια στοιχεία γι'αυτόν τον δίσκο-μνημείο. Η ποίηση είναι του Γιάννη Ρίτσου (Επιτάφιος) και του Γιώργου Σεφέρη (Επιφάνια). Στις ερμηνείες, εκτός του Γρηγόρη Μπιθικώτση, είναι οι κυρίες Μαίρη Λιντα και Καίτη Θύμη. Σολιστ στο μπουζούκι οι Μανώλης Χιώτης, Κώστας Παπαδόπουλος και Λάκης Καρνέζης. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1974.

Τέλος, η νταλίκα ζητά προκαταβολικά συγγνώμη για τα δυο-τρία τραγούδια που κόβονται απότομα, αλλά το βινύλιο είναι πολύ παλιό και ταλαιπωρημένο.


Που Πέταξε Τ' Αγόρι Μου (Χασάπικο)
Χείλι Μου Μοσκομύριστο (Χασάπικο)
Μέρα Μαγιού Μου Μίσεψες (Ζεϊμπέκικο)
Βασίλεψες Αστέρι Μου (Ζεϊμπέκικο)
Ήσουν Καλός Κι Ήσουν Γλυκός (Χασαποσέρβικο)
Στο Παραθύρι Στεκόσουν (Νησιώτικη Καντάδα)
Νάχα Τ' Αθάνατο Νερό
Γλυκέ Μου Συ Δεν Χάθηκες
Στο Περιγιάλι Το Κρυφό
Κράτησα Τη Ζωή Μου
Άνθη Της Πέτρας
Μέσα Στις Θαλασσινές Σπηλιές