Ήρθα δυο βορειάδες αργοπορημένος και θα φύγω μιαν άνοιξη νωρίτερα. Θα σας αφήσω τις τρεις μαϊμούδες μου καταπίστευμα για να 'χετε κάπου να διαμαρτύρεστε. Θα κλείσω το διαφορετικό μου μέσα στο ασημένιο Δώμα της Ηδονής των τυχάρπαστων εγώ σας. Και θα σαλπάρω με φορτωμένα από νερό πανιά. Το αλάτι δεν με πείραξε ποτέ, αφού το ανακατεύω στο ξύδι σας και ταίζω τις κάμπιες μου που τόσο φοβάστε. Όποιος χαίρεται τώρα δεν θα μπορέσει να χορτάσει από τη θλίψη που με εξαγνίζει. Κι όποιος κουνήσει μαντήλι να προσέξει τον χρωματιστό δράκο που καραδοκεί.
Βρήκα σανίδες να κλείσω τρύπες απ'το σπασμένο βαγόνι και τα φίδια τις σάπισαν δίπλα στον ποταμό πριν αυτοκτονήσουν απ'το δικό τους σάλιο που μύριζε καμένο βασιλικό. Άκουσα μουσικές που θα 'πρεπε ν'ακούσω χωρίς, τις φυλάκισα σε στιγμές που δεν θα 'πρεπε να ξέρετε, έστιψα κάποια όνειρα που δεν έκανα μπας και στάξει λίγο απ'το σκοτάδι σας για να σας καταλάβω. Πλήγωσα λίγο λιγότερο απ'όσο πληγώθηκα, χάλασα τη ρόδα του ποδηλάτου λίγο πριν την ανηφόρα, ήπια ληγμένα ηδύποτα και ξεκίνησα.
Έκαψα τις πιστωτικές μου εμμονές για πετρέλαιο και ζέστανα δύο κουτάβια ανάσες πριν τα πνίξω στην αντιβίωση που δεν με πιάνει πια όσο γρήγορα κι αν τρέχει. Αποφάσισα να ξεχνάω το φορτίο στη θέα μιας ασύμμετρης γελαστής φίλης και να ξεκοιλιάζω τα οργισμένα σταφύλια ενός καπνού που γίνεται πρόστυχος όσο βραδυάζει το μεσημέρι.
Πάω να ρίξω σπαράγγια στο μυαλό μου που βράζει. Αν σας θυμηθώ θα σας καλέσω στο μυστικό μου Δείπνο. Σάρκες και αίμα μου δεν θα σας κάνω τη χάρη. Ψαχτείτε κι αποφασίστε ποιός θα παίξει τον Ιούδα. Όλοι σας και μόνος μου. Φτάνει να μάθετε τον ρόλο σας.
One of my turns και στην υγειά σας.