Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Και να αδερφέ μου


Τον αφήσαμε χθες, στα 1969, να τραγουδάει στο μαγαζί του, τον "Ερωτόκριτο" στο Ηράκλειο.
Πάμε σήμερα να τον γνωρίσουμε και από την πολιτική του σκοπιά.

Πριν απ'αυτό όμως, να πω ότι πολύ χάρηκα που χθες είδα σε πολλά μέσα να δημοσιεύονται αφιερώματα. Πάρα πολύ. Καλό όμως είναι ν'αναφέρονται και οι πηγές. Αυτό μόνο.

Στα 1969 που λέτε, ηχογραφεί την "Ανυφαντού", ίσως ένα από τα σημαντικότερα κρητικά τραγούδια όλων των εποχών. Η επιτυχία είναι τόσο μεγάλη που, η τεράστια ζήτηση για Ξυλούρη τον αναγκάζει να μετακομίσει στην Αθήνα. Εκεί θα γνωριστεί με τον Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος με τη σειρά του θα τον γνωρίσει με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και, οι δυο μαζί θ'αρχίσουν ένα μεγάλο ταξίδι, που όλοι ξέρουμε.
Υπάρχουν όμως δύο σκοτεινά μικρά σημεία : κατ'αρχήν ο Μαρκόπουλος, μπορεί να τον βοήθησε και να του χάρισε μεγάλα τραγούδια, αλλά δεν του φέρθηκε και τόσο καλά όσο γράφεται. Δεν θα μπω στην πολεμική, αλλά, ας πούμε, στα περίφημα "Ριζίτικα" (που φυσικά δεν τα έβγαλε ο Μαρκόπουλος απ'το μυαλό του) δεν αναφέρεται αρχικά το όνομα του Ξυλούρη. Από την άλλη, τον Ξυλούρη δεν τον ανακάλυψε κανένας Θαλασσινός (με τον οποίον ήταν και κουμπάροι) και κανένας Μαρκόπουλος. Πρώτον ήταν ήδη πολυαγαπημένος και δεύτερον, αν πρέπει οπωσδήποτε να του βρούμε ένα μέντορα, αυτός ήταν ο Τάκης Λαμπρόπουλος, διευθυντής τότε της Columbia, ο οποίος πρώτος τον είχε ακούσει (και ηχογραφήσει) σ'ένα γλέντι στ' Ανώγεια. Αυτός ήταν που έστειλε την ηχογράφηση στον Σταύρο Ξαρχάκο (που τότε ζούσε στο Παρίσι). Από τον Λαμπρόπουλο, άλλωστε, έμαθε ο Μαρκόπουλος για τον "υπέροχο Ανωγειανό λυράρη" και του χάρισε το "Χρονικό". Αυτά για την ιστορία.
Από τα 1971, εν μέσω χούντας, ξεκινάει τις παραστάσεις στις μπουάτ της Πλάκας. Ήδη στιγματισμένος από τη χούντα, η οποία όμως δεν τον "ενοχλεί" ακόμα. Ενοχλεί όμως τους θαμώνες των μπουάτ όπου τραγουδάει.  Στην "Λύδρα", για παράδειγμα, ένα βράδυ, μπουκάρουν οι ασφαλίτες και μαζεύουν καμιά τριανταριά φοιτητές, τους οποίους ξύρισαν γουλί και έστειλαν κατ'ευθείαν στο στρατό, με τον Παττακό να λέει το περίφημο "είχαν αναβολή για να σπουδάσουν, όχι για ν'ακούνε επαναστατικά τραγούδια".
Γιατί η σχέση του Ξυλούρη με τους φοιτητές ήταν πολύ βαθειά.Και βαθειά πολιτική.

Ο Ξυλούρης ήταν δημοκράτης. Με την πολύ στενή έννοια του όρου. Ελέυθερος δημοκράτης και βενιζελικός. Με την αγαθή-κρητικιά λεβέντικια έννοια. Όταν ο Ξαρχάκος του πρότεινε να τραγουδήσει στην παράσταση "Το Μεγάλο Μας Τσίρκο" (θίασος Καρέζη-Καζάκου), στα 1973, πέταξε η ψυχή του, αλλά δίστασε γιατί ήταν ντροπαλός και δεν πίστευε πως θα τα καταφέρει στο θεατρικό σανίδι. Τελικά όμως (ευτυχώς για όλους μας) πείστηκε. Και η μεγάλη αυτή παράσταση έγινε μεγαλύτερη. Σ'ένα θέατρο καθημερινά κατάμεστο, με δεκάδες ασφαλίτες και μ'ένα μπουζούριασμα όλων των συντελεστών για μία νύχτα στο κρατητήριο της ασφάλειας.
Στα 1973, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, όταν άλλοι "διάσημοι αριστεροί" καλλιτέχνες λούφαζαν στα σπίτια τους ακούγοντας τα νέα, αυτός, μαζί με τον Ξαρχάκο, μπήκαν στο Πολυτεχνείο, δημόσια και απροκάλυπτα, και τραγούδησαν παρέα με τους φοιτητές το "Πότε Θα Κάνει Ξαστεριά". Γνωστά πράγματα.
Λίγες μέρες μετά το Πολυτεχνείο, του 'ρθε το ραβασάκι να παρουσιαστεί στην Ασφάλεια "δι' υπόθεσίν του". Και πήγε. Και λίγο πριν περάσει την πόρτα του ταξίαρχου, τον πήραν χαμπάρι δύο κρητικοί χωροφύλακες. Τον σταμάτησαν, κι'όταν τους είπε γιατί ήταν εκεί, τον φυγάδευσαν λέγοντάς του "φύγε τώρα κι'άμα σε ρωτήσουν να τους πεις ότι δεν σου 'ρθε ποτέ χαρτί". Και έφυγε. Αλλά δεν κρύφτηκε ποτέ.
Κι'όταν, στη μεταπολίτευση, οι "αριστεροί καλλιτέχνες" έχυναν μαύρο δάκρυ για τα θύματα του Πολυτεχνείου, εκείνος έλεγε "εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα".

Σας κούρασα.
Πάμε ν'ακούσουμε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος. Εδώ είναι τα "πολιτικά" του τραγούδια.


Ιδανικοί Αυτόχειρες
Τ' Ανάπλι
Αυτόν τον Κόσμο
Ο Θούρειος
Πότε Θα Κάνει Ξαστεριά
Αγρίμια Κι' Αγριμάκια Μου
Μπήκαν Στην Πόλη Οι Οχτροί
Πως Να Σωπάσω
Πουλημένοι
Φίλοι Κι' Αδέλφια
Αυτά Τα Κόκκινα Σημάδια
Τούτες Τις Μέρες
Τα Λόγια Και Τα Χρόνια
Και Να Αδερφέ Μου
Οι Νεκροί Της Πλατείας